Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Βαν Γκογκ.



Ίρβινγκ Στόουν, " Βαν Γκογκ, Η ζωή ενός μεγάλου ζωγράφου", εκδόσεις ΔΑΡΕΜΑ, Αθήνα 1958
σελ. 421 - 423

"΄Υστερ' από τέσσερις ώρες περνούσε τρικλίζοντας το μισοσκόταδο του καφενείου. Η κυρία Ραβού τον ακολούθησε στο δωμάτιο του και είδε αίμα πάνω στα ρούχα του. Έτρεξε αμέσως στο γιατρό Γκασσέ.
- Ώ! Βικέντιε, τι έκανες; φώναξε ο Γκασσέ μπαίνοντας στο δωμάτιό του.
- Νομίζω πως την έπαθα για τα καλα. Τι λέτε εσείς;
Ο Γκασσέ εξέτασε την πληγή.
- Ώ! Βικέντιε, καϋμένε μου φίλε, πόσο δυστυχισμένος θα ήσουν για να το κάνεις αυτό! Γιατί δεν μούπες τίποτα; Γιατί θέλεις να μας αφήσεις εμάς που σ' αγαπάμε τόσο πολύ; Δεν σκέφτηκες πόσους θαυμάσιους πίνακες θα είχες ζωγραφίσει ακόμα πριν φύγεις απ' αυτόν τον κόσμο;
- Μου κάνετε τη χάρη να μου δώσετε την πίπα μου μέσ' από την τσέπη του γιλέκου μου;
Ο γιατρός γέμισε την πίπα και την έβαλε στα δόντια του Βικέντιου
- Δώστε μου φωτιά, παρακαλώ.
- Να.
Ο Βικέντιος άρχισε να καπνίζει ήρεμα.
-Είναι Κυριακή σήμερα Βικέντιε, κι ο αδελφός σου δεν είναι στην πινακοθήκη. Ποιά είν' η διεύθυνση του;
- Δεν σας την δίνω.
- Μα πρέπει Βικέντιε. Πρέπει να τον ειδοποισωμε επειγόντως.
- Δεν θέλω να να χαλάσω την Κυριακή του Τεό. Είναι κουρασμένος, στενοχωρημένος και χρειάζεται ξεκούραση.
Τίποτα δεν μπόρεσε να πείσει τον Βικέντιο να δώση την διεύθυνση του σπιτού της Σιτέ Πιγκάλ. Ο γιατρός Γκασσέ έμεινε ως αργά την νύχτα στο προσκέφαλό του, και του φρόντιζε την πληγή του.
Ο Βικέντιος έμεινε όλη τη νύχτα με ολάνοιχτα τα μάτια χωρίς να λέει λέξη. Κάπνιζε ασταμάτητα.
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Τεό βρήκε στην πινακοθήκη το τηλεγράφημα του Γκασσέ. Πήρε το πρώτο τραίνο για το Ποντουάζ κι από κει πήγε με το αμάξι ως το Ωβέρ.
-Τεό! είπε ο Βικέντιος
Ο Τεό έπεσε στα γόνατα δίπλα στο κρεβάτι και πήρε τον Βικέντιο στην αγκαλιά του σαν μικρό παιδί. Δεν μπορούσε να μιλήσει. ΄Οταν ήλθε ο γιατρός, ο Τεό τον έβγαλε στο διάδρομο. Ο Γκασσέ κούνησε λυπημένος το κεφάλι του.
- Δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα, φίλε μου. Δεν μπορώ να τον εγχειρήσω για να του βγάλω τη σφαίρα, γιατί είναι πολύ αδύνατος. Άν δεν είχε σιδερένια κράση, θά' χε πεθάνει στα χωράφια.
Όλη τη μέρα, ο Τεό έμεινε καθισμένος δίπλα στο κρεβάτι κρατώντας το χέρι του Βικέντιου. Σαν νύχτωσε και βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιο, άρχισαν να θυμούνται ήσυχα τα παιδικά τους χρόνια.
- Θυμάσαι το μύλο του Ρίσβικ, Βικέντιε;
- Ήταν όμορφος γέρικος μύλος, έ, Τεό;
- Περπατούσαμε δίπλα στο νερό και κάναμε σχέδια για το μέλλον.
- Κι όταν παίζαμε μεσ' στα στάρια, το καλοκαίρι, με κρατούσες από το χέρι όπως τώρα. Θυμάσαι, Τεό; Όταν ήμουν στο νοσοκομείο της Άρλ, θυμόμουν συχνά το Τσούντερτ. Ήταν όμορφα τα παιδικά μας χρόνια Τεό. Παίζαμε στον κήπο πίσω από τη κουζίνα, κάτω από τις ακακίες, κι η μαμά μας τηγάνιζε τυροπιττάκια.
- Πόσο μακρυνά μου φαίνονται όλα αυτά, Βικέντιε;
- Ναι...είναι μεγάλη η ζωή. Να κοιτάζεις τον εαυτό σου Τεό. Να προσέχεις την υγεία σου. Πρέπει να σκεφτείς τη Γιοχάννα και το μωρό. Να τους πας στην εξοχή για να βρούνε υγεία και δύναμη. Και μη μείνεις άλλο στου Γκουπίλ, Τεό. Σου εκμεταλλεύτηκαν τη ζωή σου και δεν σου δώσανε τίποτα για αντάλλαγμα.
- Θ'ανοίξω μια μικρή πινακοθήκη στ΄ όνομά μου, Βικέντιε, και η πρώτη μου έκθεση θα είναι αφιερωμένη μόνο σ' ένα άνθρωπο... τα άπαντα του Βικέντιου Βαν Γκογκ...-όπως ακριβώς τα είχες τοποθετήσει εσύ στο διαμέρισμά μας.
- Ναι, το έργο μου...Έδωσα όλη μου τη ζωή γι΄αυτό...και σχεδόν έχασα το λογικό μου.
Στο δωμάτιο απλώθηκε η ησυχία της νύχτας της Ωβέρ.
Κατά τη μία το πρωί, ο Βικέντιος γύρισε ήσυχα το κεφάλι του και ψιθύρισε.
- Τώρα θάθελα να πέθαινα, Τεό.
Ύστερα από λίγα λεπτά, έκλεισε τα μάτια του..."

2 σχόλια:

  1. ΠΕΡΑΣΑ ΝΑ ΕΥΧΗΘΩ ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ.
    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!ΠΙΟ ΓΛΥΚΑ ΑΠΟ ΤΣΟΥΡΕΚΙΑ,ΠΙΟ ΓΕΡΑ ΑΠΟ ΑΒΓΑ,ΠΙΟ ΤΥΧΕΡΑ ΑΠΟ ΑΡΝΙΑ :)))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. :))))))))))) η πιο όμορφη, έξυπνη και ηχηρή ευχή που έχω λάβει!!!!
    Χρόνια Πολλά Σκρουτζάκο μου!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή