Πορτραίτο του Frederick Chopin,
του Ludwik Wawrynkiewicz, Paris 1972;
αντίγραφο του πορτραίτου από τον Eugene Delacroix, λάδι, 1838.
O Frédéric François Chopin, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του, γεννήθηκε στην Πολωνία το 1810. Ο πατέρας του Nicolas Chopin ήταν Γάλλος που ζούσε στην Πολωνία από το 1787. Είχε αποκτήσει την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Στην Πολωνία παρέδιδε μαθήματα γαλλικής γλώσσας. Η μητέρα του συνθέτη, Justyna Krzyźanowska, ήταν Πολωνή.
Από μικρός έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική. Μόλις 8 ετών εμφανίστηκε δημόσια ως πιανίστας, αφού ήδη ένα χρόνο πριν είχε κυκλοφορήσει την πρώτη του Polonaise σε σολ ελάσσονα. Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη, και εν τω μεταξύ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε οριστικά από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής εξουσίας η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Frederick Chopin - Trio in G minor , op. 8 για πιάνο, βιολί και τσέλο
Αφιερωμένο στον πρίγκιπα Antoni Radziwill , 1828-1829.
Autograph, part I Allegro con fuoco, p.11.
Από τη Βιέννη πήγε στο Παρίσι το 1831, όπου ζούσαν πολλοί σπουδαίοι συνθέτες, όπως οι Γιοακίνο Ροσίνι, Φραντς Λιστ, Εκτόρ Μπερλιόζ. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ. Παρά τη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια. Ισχυριζόταν ότι φοβόταν πολύ το κοινό. Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ.
Το 1837 ερωτεύτηκε και αρραβωνιάστηκε μία μαθήτρια πιάνου, την Maria Wodzińska, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Πορτραίτο του Frederick Chopin,
του Gottfried Engelmann,
βασισμένο σε μια λιθογραφία του Pierre R. Vigneron, 1833.
Στο Παρίσι ο Σοπέν συνδεόταν με τον κύκλο του επίσης φημισμένου συνθέτη και πιανίστα Φραντς Λιστ. Στο σπίτι του γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της Βαρώνης Aurore Dudevant), 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα, που κάπνιζε και φορούσε αντρικά ρούχα, του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1838 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9 χρόνια.
Frederick Chopin - Grande Valse brillante in E flat major , op. 18,
αφιερωμένο στην Laura Horsford, 1833.
Autograph of the second version of the composition. p.1.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιό της Maurice να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία. Ήδη έπασχε από φυματίωση. Η πρώτη εντύπωση από την εγκατάσταση του Σοπέν με τη Σάνδη στη Μαγιόρκα ήταν ευχάριστη. Σύντομα ήλθε η απογοήτευση. Το σπίτι όπου έμεναν ήταν υγρό και δίχως τζάμια και δεν είχε κτιστεί για να αντιστέκεται στις καταιγίδες. Με τον ερχομό του χειμώνα, τις ασταμάτητες βροχές και την υγρασία, επιδείνωσε την υγεία του Σοπέν και του προκάλεσε δυνατό βήχα. Ο συνθέτης έγινε για τους κατοίκους της περιοχής αντικείμενοι φρίκης και τρόμου. Όπως αναφέρει σε επιστολή του, «ο ένας οσμιζότανε τα φλέματα που είχα φτύσει, ο άλλος χτυπούσε εκεί απ’όπου είχα φτύσει, ο τρίτος ακροαζότανε όσο έφτυνα…». Οι γιατροί εκεί αποφάνθηκαν πως η φθίση ήταν μεταδοτική κι έτσι το ζευγάρι αναγκάστηκε να καταφύγει στο ερειπωμένο μοναστήρι της Βαλντεμόζα στα ορεινά της Πάλμα. Στο τέλος, μετά από επιδείνωση της φυματίωσης που η Σάνδη αρνιόταν να αποδεχτεί ότι βασάνιζε τον Σοπέν, εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Nohant, στην κατοικία της Γεωργίας Σάνδη
Πορτραίτο της Γεωργίας Σάνδη (1804-1876),
Συντρόφου του Frederick Chopin από1838-1847,
του Narcisse E.J. Desmadryl, 1839; βασισμένο σε πορτραίτο του August Charpeantier, 1838.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδης προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Solange, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Frederick Chopin - Prelude in D flat major , op. 28, no. 15,
Ολοκληρώθηκε το 1839 στην Μαγιόρκα
Autograph, p. 1.
Γράμμα του Frederick Chopin στην Solange Clésinger, κόρης της Γεωργίας Σάνδη. Παρίσι , 24 November 1847
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν πια σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και τάφηκε στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ, όμως λόγω δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, που ποτέ δεν ξέχασε, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
Ο Σοπέν συνέθεσε αποκλειστικά έργα για πιάνο, με εξαίρεση μερικά έργα μουσικής κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, ένα τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, μερικά έργα για πιάνο και βιολοντσέλο και ορισμένα τραγούδια για φωνή και πιάνο. Συνέθεσε 2 κοντσέρτα, 15 πολωνέζες, 51 μαζούρκες (τοπικός χορός σε 3/4), 28 πρελούδια (μικρά αυτοτελή τεμάχια), 20 νυχτερινά (κομμάτια νοσταλγικού χαρακτήρα), 12 σπουδές (etudes) (τεχνικές δυσκολίες που συνδυάζονται με όμορφες γραμμές), αφιερωμένες στον Φραντς Λιστ (1829-1832) και 12 αφιερωμένες στην κόμησσα Ντ' Αγκού (1832-1836), 19 βαλς, 4 μπαλάντες, 4 impromptu ("ευριστικές" συνθέσεις μικρού μεγέθους), 4 σκέρτσο, 4 ροντό (αποτελούν και τα δύο μέρη σονάτας), 3 σονάτες, διάφορες παραλλαγές και διάφορα άλλα έργα για πιάνο. Επίσης, μερικά έργα μουσικής δωματίου και κάμποσα τραγούδια.
Τα έργα του είναι επηρεασμένα από την πολωνική πατρίδα του και συνδυάζει σ' αυτά πνευματικότητα και έντονα συναισθηματική εκφραστικότητα με ρομαντική ευαισθησία και ανάλαφρη διάθεση. Το πιανιστικό στιλ του Σοπέν, μαζί με αυτό των Λιστ και Ραχμάνινωφ, επηρέασε τη μουσική ζωή και τους συνθέτες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Χρησιμοποιεί φυσικά ομοφωνικό στυλ αλλά με αρκετά προωθημένες αρμονικές συνήθειες για την εποχή του. Μία λεπτότητα αλλά και "αριστοκρατική" ευγένεια διαποτίζει τα μελωδικά περάσματά του, τα οποία υποστηρίζονται από έξυπνες, ρομαντικές ομοφωνίες. Τα έργα του για πιάνο παρουσιάζουν προκλήσεις για πιανίστες οποιουδήποτε δυνατού επιπέδου τόσο σε τεχνικό επίπεδο όσο και σε θέματα ερμηνείας αφού συνδυάζουν και τα δύο με τον πλέον άψογο τρόπο. Είναι πολύ απαιτητικά δεξιοτεχνικά, όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι, αλλά αυτό που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Μάλιστα έχει επισημανθεί ότι η δομή των μουσικών φράσεων είναι τέτοια, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή. Παράλληλα όμως με την ανεξάντλητη μελωδική του ευρηματικότητα, ο Σοπέν είχε μια πολύ αναπτυγμένη αρμονική φαντασία, ένα στοιχείο της τέχνης του που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μουσικόφιλων.
Ο Σοπέν αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, τις Πολονέζες και τις Μαζούρκες, αλλά τα δικά του έργα δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορα και δεξιοτεχνικά. Το ίδιο ισχύει και για τα Βαλς του: είναι ευχάριστα κομμάτια σαλονιού, που προορίζονται για διασκέδαση.
Μερικά από τα 24 Πρελούδια τα συνέθεσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαγιόρκα. Το πιο διάσημο από αυτά είναι το 15ο, το πρελούδιο "της σταγόνας της βροχής". Λέγεται ότι το συνέθεσε ένα βράδυ με έντονη κακοκαιρία, που περίμενε με αγωνία τη Σάνδη και τον γιό της, οι οποίοι είχαν καθυστερήσει να φτάσουν λόγω των καιρικών συνθηκών.
Ξεχωριστές είναι και οι 24 σπουδές για πιάνο: εκτός από τις τεχνικές απαιτήσεις τους, είναι και αξιόλογα μουσικά κομμάτια που μπορούν να ερμηνευθούν σε συναυλίες.
Οι Σονάτες του Σοπέν δεν ακολουθούν την παράδοση του βιεννέζικου Κλασικισμού. Οι κριτικοί της εποχής μάλιστα παρατηρούσαν ότι μάλλον δεν γνώριζε καλά τη φόρμα του είδους, η αλήθεια όμως είναι ότι πιθανότατα δεν θα ήθελε ο ίδιος να τηρήσει την αυστηρή φόρμα. Εξ άλλου προτιμούσε κομμάτια σε ελεύθερες φόρμες όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που παρουσίασε Σκέρτσο ως αυτόνομο κομμάτι.
Τα Κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα είναι έργα στα οποία κυριαρχεί το πιάνο και η ορχήστρα έχει δευτερεύοντα ρόλο (παρουσιάζει την εισαγωγή, τα συνδετικά μέρη και το κλείσιμο). Στα σημεία που εμφανίζεται το πιάνο ο ρόλος της ορχήστρας είναι καθαρά συνοδευτικός.
Ποιος ήταν όμως πραγματικά ο μεγάλος αυτός συνθέτης? Στο βιογραφικό βιβλίο «Γεωργία Σάνδη» του Andre Maurois (1957), παρουσιάζεται μέσα από τις επιστολές του και τις προσωπικές μαρτυρίες της Σάνδη και του περιβάλλοντός του, ο πραγματικός Σοπέν.
Εξόριστος, ευαίσθητος, δυστυχισμένος, νοσταλγούσε την Πολωνία, την οικογένειά του και προπαντός τη μητέρα του. Ο ίδιος έλεγε, « αν κανείς επιθυμούσε να με προστατεύσει, θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος». Ήταν πλάσμα ουρανικό, ξενιτεμένο θαρρείς πάνω στη γη, έτρεμε κάθε θορυβώδη διαπληκτισμό, κάθε ατημελησιά στην εμφάνιση και προπαντός κάθε σκάνδαλο. Δε ζούσε παρά μόνο στο κλίμα που επικρατούσε μέσα σε κάποιο σαλόνι θαυμάσια επιπλωμένο, γεμάτο από γυναίκες ωραίες, αρχοντικές και φιλόμουσες και πρόθυμες ν’ ακούσουν, μέσα στο μισόφωτο, ένα «Νυχτερινό» που θάτανε και μια εξομολόγηση. Αγαπούσε να βυθίζει σε βαθειά περισυλλογή το ακροατήριό του, και μετά να το ξεσηκώνει απότομα με αισθήματα ηρωικά, υμνώντας τη μαρτυρική Πολωνία. Στην πολιτική ήταν συντηρητικός. Στον έρωτα ήταν τρυφερός και δειλός. Ένας άστατος πλατωνισμός ταίριαζε στην αδύναμη ιδιοσυγκρασία του. Άνθρωπος μάλλον δυστυχισμένος που θεωρούσε τη ζωή, « μια τεράστια παραφωνία».
Η Σάνδη, 7 χρόνια μεγαλύτερή του, τον έβλεπε αδύνατο, άρρωστο, πυρετικό. Όπως τον περιγράφει η ίδια, είχε «κορμοστασιά μέτρια και λυγερή, χέρια μακριά και λιγνά, πόδια μικροσκοπικά, μαλλιά σταχτόξανθα με καστανές αποχρώσεις, μάτια σκοτεινά, μάλλον ζωηρά παρά μελαγχολικά, μύτη κοντουλή, χαμόγελο πολύ γλυκό, φωνή λίγο απόκοσμη, και πάνω σε όλο του το πρόσωπο, κάτι το τόσο ευγενικό, το τόσο ακαθόριστα αριστοκρατικό, ώστε όλοι όσοι δεν τον γνώριζαν θαρρούσανε πως αντικρίζουνε κανέναν εξόριστο άρχοντα».
Επιστολή του Frederick Chopin από το Keir, Perthshire, 2 October 1848, στην Marie de Rozieres στο Παρίσι
Στο ημερολόγιό του τον Οκτώβριο του 1837 γράφει, « Την ξανάδα τρεις φορές. Με κοίταζε βαθιά στα μάτια όσην ώρα έπαιζα. Ήτανε μια κάπως θλιμμένη μουσική, θρύλοι του Δούναβη. Η καρδιά μου χόρευε μαζί της στη χώρα εκείνη. Και τα μάτια της μέσα στα μάτια μου, τα σκοτεινά μάτια της, τα παράδοξα μάτια της, τι τάχατες έλεγαν? Στηριζότανε στο πιάνο και τα πύρινα βλέμματά της με κατακλύζανε. Ένα γύρω μας λουλούδια. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Τη ξανάδα δυο φορές από τότε…Μ αγαπά…Αυγούλα, τι όνομα μαγευτικό».
Ο Ερικ Χάινε τον περιγράφει... « ευαισθησία εξωανθρώπινη που τραυματίζεται με την παραμικρή επαφή που κατακεραυνώνεται με τον παραμικρό θόρυβο.»
Θα έδινε κανείς μια ανακριβή εικόνα, αν για τα χρόνια από το 1840 μέχρι το 1845 ζωγράφιζε ένα Σοπέν πάντοτε άρρωστο και θύμα μιας γυναίκας που τον χειραγωγούσε. Η επίδραση της Σάνδη στη ζωή και το έργο του στάθηκε ευεργετική τόσο για τις συμβουλές που του έδινε όσο και για τις περιποιήσεις που το πρόσφερε. Δυστυχώς όμως, ούτε ο χαρακτήρας του ούτε η υγεία του τον άφηναν να νοιώσει για πολύ ευτυχισμένος.
Το καλοκαίρι του 1846 ήταν βαρύ. Σε επιστολή της Σάνδη προς τη φίλη της Μαρί ντε Ροζιέρ στις 18 Ιουνίου 1846 γράφει, «ο Σοπέν απορεί γιατί ιδρώνει. Είναι απελπισμένος. Ισχυρίζεται πως ολοένα πλένεται κι ολοένα μυρίζει. Ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια όταν βλέπουμε ότι αυτό το αιθέριο πλάσμα δεν παραδέχεται να ιδρώνει όπως όλος ο κόσμος…»και στις 8 Αυγούστου του 1846, «είναι καλόβολος φέτος. Τα κατάφερα να τον θυμώσω λιγάκι κι έτσι πήρα μια μέρα το θάρρος, του τα ’ψαλλα απ’ την καλή και τον απείλησα ότι θα τον βαρεθώ. Από εκείνη τη στιγμή έγινε προσεκτικότατος, και ξέρετε πόσο καλός, πόσο εξαίρετος, πόσο θαυμάσιος είναι όταν δεν κάνει τρέλλες…»
Το σαλόνι του τελευταίου σπιτιού του Frederick Chopin στην Place Vendome 12, Παρίσι
Photograph by Jan Laski, 1987, of a reproduction of a water colour by Teofil Kwiatkowski, , 1849.
Το φθινόπωρο του 1847, η ρήξη μεταξύ των δυο αυτών υπάρξεων που αγαπήθηκαν τόσο πολύ, έγινε οριστική. Την τελευταία τους συνάντηση, την τραγική μέσα στην απλότητά της, την αφηγήθηκε ο Σοπέν σε επιστολή του προς την Σολάνζ, κόρη της Σάνδη, στις 5 Μαρτίου 1848: «Ανταμώθηκα με την κυρία μητέρα σας στην πόρτα του προθαλάμου της κυρίας Μαρλιάνι. Με ρώτησε πώς πηγαίνω. Της αποκρίθηκα πως είμαι καλά και ζήτησα από το θυρωρό ν’ ανοίξει την πόρτα. Χαιρέτησα και βρέθηκα στην πλατεία Ορλεάνης, με τα πόδια…».
το τελευταίο πιάνο του Frederick Chopin, κατασκευασμένο από τον J. Pleyel, no. 14810, όπου έπαιζε και συνέθετε στα χρόνια 1848-1849
Και η Σάνδη αφηγήθηκε τη σκηνή, «φανταζόμουνα πως μερικοί μήνες που θα περνούσαν στον αποχωρισμό θα γιάτρευαν αυτή την πληγή και θα κάναμε τη φιλία μας ήρεμη, δίκαιη τη μνήμη…τον ξανάδα μια στιγμή, το Μάρτη 1848, του έσφιξα το ριγηλό και παγωμένο χέρι του. Θέλησα να του μιλήσω. Ξέφυγε. Ήταν η σειρά μου τώρα να πω ότι δεν μ’ αγαπούσε πια. Τον προφύλαξα από μια τέτοια οδύνη κι απόθεσα το παν στα χέρια της Θείας Πρόνοιας και του μέλλοντος. Δεν έπρεπε πια να τον ξαναδώ. Ανάμεσά μας υπήρχανε κακοί άνθρωποι. Υπήρχανε βέβαια και καλοί, που όμως δεν ξέρανε να φερθούνε. Υπήρχανε και άτολμοι που προτιμούσανε να μην αναμιχθούνε σε λεπτές υποθέσεις…».
Οι τελευταίες στιγμές του Frederick Chopin. Του Teofil Kwiatkowski, λάδι, 1849-1850
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου