Amedeo Modigliani...
(αποσπάσματα από το βιβλίο του Νταν Φρανκ, " Ξαπλωμένο Γυμνό", Αθήνα 2000)
" Η Ζαν Εμπιτέρν ήταν ήδη εκεί. Δεν την είχε ακούσει να μπαίνει. Στεκόταν σε μια γωνιά του εργαστηρίου, κοντά στο παράθυρο. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, απλό, με μεγάλη λαιμόκοψη.
Ο Μοντιλιάνι τοποθέτησε το καβαλέτο του απέναντί της, αρκετά κοντά της. Άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί, ήπιε μια γουλιά και κοίταξε προσεκτικά την κοπέλα. 'Ελυσε το κόκκινο φουλάρι του και το τύλιξε γύρω από το λαιμό του Κοκοκάρυδου (η Ζαν). Την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα, τοποθέτησε το χέρι της στην πλάτη της καρέκλας, ξαναγύρισε στο καβαλέτο, κοίταξε πάλι, πλησίασε την καρέκλα, έφτιαξε το φουλάρι ώστε να μένει ανοιχτός ο λαιμός, έβαλε τα χέρια το ένα μέσα στο άλλο και τράβηξε τα μαλλιά της πίσω από το αυτί. Της μιλούσε με φωνή σιγανή και άπειρη τρυφερότητα. Η Ζαν ωραία και εύθραυστη, απούσα, αδιαπέραστη. Εξέφραζε μια απέραντη θλίψη που έκρυβε ένα βλέμμα φωτεινό και υπέροχο..."
"...ο ζωγράφος στάθηκε μπροστά στον πίνακα, ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί και άνοιξε τα σωληνάρια με τις μπογιές του. Δεν είχε παλέτα. Με ένα πινέλο που βούτηξε στον καφέ, σχεδίασε τις καμπύλες του σώματος της Ζαν, τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τη μύτη, το στόμα και τα μάτια. Ο Λεφ τονέβλεπε να κάνει πάντα το ίδιο. Αλλά τώρα οι γραμμές του σώματος ήταν πιο λεπτές, πιο εντυπωσιακές από τις γαλάζιες καμπύλες που σχεδίαζε κάποτε.
Κάλυψε το φόντο με κεραμιδί που κοπανούσε στο γουδί για να πετύχει το ωχρορόδινο χρώμα των προσώπων και της σάρκας. Μετά, με μια και μόνη πολύ σίγουρη κίνηση, σχεδίασε τη σιλουέτα. Το πρόσωπο μακρόστενο, όπως τα κεφάλια που σμίλευε παλιά, τη γωνία των χειλιών, μετά τα χείλη, την καμπύλη του σαγονιού, το σχήμα της κόμης..."
" Το φόντο: να δόσεις δηλαδή ένα σχήμα στο κενό. Να φανερώσεις το αόρατο. Να μετατρέψεις τον εαυτό σου σε κομμάτι του έργου τέχνης. Πώς είναι δυνατό, εν μέσω μιας τέτοιας αβύσσου όπου κάθε φορά ο καλλιτέχνης παίζει το κεφάλι του, να μη γαντζωθεί από κάποια αντικείμενα που είναι πιο κοντά του και διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή, όπως τα σωληνάρια, το λάδι, τα πινέλα, η πένα, το χαρτί? Το εργαλείο. Αυτό ακριβώς έλειπε στον Λεφ. Ωστόσο, καθώς κοίταζε τον Ντεντό (Αμεντέο) να ζωγραφίζει και το Κοκοκάρυδο να ποζάρει γι αυτόν, δεν ένοιωθε να του λείπουν όλα αυτά τα πλούτη που του είχε στερήσει ο πόλεμος. Δεβν τον πλήγωναν πια οι κινήσεις του ζωγράφου ούτε τα γλυκόλογα που πετούσε στο μοντέλο του καμια φορά. ΄Εβλέπε νε γεννιέται ένα έργο τέχνης. Και, καθώς αναδυόταν γρήγορα, κάτι που χαρακτήριζε τον Μοντιλιάνι, σαφές από την πρώτη πινελιά, τα χρώματα άρχισαν να θολώνουν στα μάτια του Λεφ. Το βλέμμα δεν ήταν τόσο διαυγές όσο της Ζαν Εμπιτέρν ούτε τα χείλη τόσο ρόδινα. Το κόκκινο ήταν πιο σκούρο, σχεδόν μαύρο. Όμως το βλέμμα ήταν πράσινο, κάτι ανάμεσα σε αμύγδαλο και σμαράγδι, φωτεινό όπως το μάτι που ο Ντεντό καθιστούσε ακόμα πιο διάφανο, προσθέτοντας, με τη μύτη ενός λεπτού πινέλου, ένα δάκρυ που έπεφτε σαν μια σταγόνα μέθης πάνω στον ξαπλωμένο Λεφ Κορόβιν."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου